κεντηματιά

κεντηματιά
η
1) один укол; 2) стежок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κεντηματιά" в других словарях:

  • κεντηματιά — η 1. κέντηση: Ακόμη τον πονάει η κεντηματιά της καρφίτσας. 2. βελονιά του κεντήματος: Ούτε μια κεντηματιά σήμερα δεν έβαλε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεντηματιά — η 1. κέντηση, νύξη 2. η βελονιά τού κεντήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντημα, τος + κατάλ. ιά (πρβλ. δαγκωματ ιά, ζαρωματ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • τρύπημα — ήματος, το, ΝΜΑ [τρυπῶ] νεοελλ. 1. η ενέργεια τού τρυπώ, διάνοιξη οπής 2. τσίμπημα με αιχμηρό όργανο ή αντικείμενο, κεντηματιά («τρύπημα από αγκάθι») αρχ. 1. οπή, τρύπα 2. η οπή τής βελόνας, τρυμαλιά 3. (σχετικά με πλοίο) η κοιλότητα όπου… …   Dictionary of Greek

  • τρύπημα — το, ατος 1. η διάνοιξη τρύπας, η τρυπησιά: Έκανε τρύπημα στ αυτιά για να περάσει σκουλαρίκια. 2. τσίμπημα, κεντηματιά με μυτερό όργανο: Τρύπημα απ αγκάθι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»